Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πόσο σοβαρή μπορεί να είναι η τραχηλίτιδα της μήτρας, τι την προκαλεί και πώς αντιμετωπίζεται;



Η τραχηλίτιδα (cervicitis) είναι μια λέξη που φοβίζει τις γυναίκες, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια απλή φλεγμονή του τραχήλου.
Η κατάληξη «-ίτιδα» σημαίνει φλεγμονή ενός συγκεκριμένου οργάνου. Ο τράχηλος είναι το κατώτερο τμήμα της μήτρας, το οποίο προβάλλει μέσα στον κόλπο.

Η φλεγμονή μπορεί να αφορά τον ενδοτράχηλο και τα κύτταρα του μονόστιβου κυλινδρικού επιθηλίου των ενδοτραχηλικών αδένων, όμως μπορεί να προσβάλει και το πολύστιβο πλακώδες επιθήλιο στον εξωτράχηλο, το οποίο είναι άμεση συνέχεια του επιθηλίου του κόλπου. Η φλεγμονή μπορεί να συνοδεύεται από αιδοιοκολπίτιδα. Η κύρια νοσηρότη­τα αφορά την ανιούσα λοίμωξη στη μήτρα και στα εξαρτήματα (φλεγμονώδης νόσος της πυέλου – Φ.Ν.Π.), η οποία οδηγεί σε χρόνιο κοιλιακό άλγος και στειρότητα.

Σε μεγάλο ποσοστό των περιπτώσεων δεν ανευρίσκεται συγκεκριμένο αίτιο. Τα συ­χνότερα αίτια είναι οι μικροοργανισμοί Chlamydia trachomatis και Neisseria go­norrhoeae (γονόκοκκος), με συχνότερη τη χλαμυδιακή λοίμωξη. Μικρό ποσοστό ασθενών με λοιμώξεις από C. trachomatis ή γονόκοκκο αναπτύσσει τραχηλίτιδα. Σε λίγες περιπτώσεις, ευθύνεται λοίμωξη με απλό έρπητα (Herpes simplex virus – HSV) ή τριχομονάδα, τα οποία προσβάλλουν κυρίως το πολύστιβο πλακώδες επιθήλιο του εξωτραχήλου. Σπανιότερα ενοχοποιούνται άλλα παθογόνα, όπως οι στρεπτόκοκκοι (ομάδας Α και Β), ο κυτταρομεγαλοϊός (CMV), το Mycoplasma genitalium και η “βακτηριακή κόλπωση” (bacterial vaginosis)

Λοιμώδη αίτια
         Chlamydia trachomatis
         Neisseria gonorrhoeae
         Απλός έρπητας (Herpes simplex virus-HSV)
         Trichomonas vaginalis -τριχομονάδα
         Ureaplasma urealyticum
         Mycoplasma genitalium

Σπανιότερα λοιμώδη αίτια
Στρεπτόκοκκοι (ομάδας Α και Β),
Bacteroides spp,
Κυτταρομεγαλοϊός (CMV)

Άλλα αίτια
         Τραυματισμοί (π.χ. από διάφραγμα, κολπικά υποθέματα)
         Νεοπλασία, κακοήθεια
         Συστηματικές φλεγμονώδες νόσοι (νόσος Behcet)
         Ακτινοβολία
         Υπερευαισθησία ή χημικός ερεθισμός από λάτεξ, Κολπικές πλύσεις ή αντισυλληπτικές κρέμες κ.ά.

Τα λοιμώδη αίτια είναι συνηθέστερα σε εφήβους και νεαρές ενήλικες. Ο κίνδυνος μετάδοσης είναι περίπου 20%-50% ανά σεξουαλική πράξη. Η επίπτωση της  γονοκοκκικής λοίμωξης μειώνεται σταθερά τα τελευταία έτη, ενώ η επίπτωση της γονοκοκκική και χλαμυδιακής συλλοιμώξεως φθάνει το 15%-20%.

Τα συμπτώματα είναι συνήθως μη ειδικά, και πολλές ασθενείς είναι ασυμπτωματικές (ιδιαίτερα σε χλαμυδιακές λοιμώξεις). Οι περισσότερες ασθενείς παρουσιάζονται με κολπική έκκριση ή αιμόρροια (κυρίως μετά τη συνουσία). Άλλα συχνά συμπτώματα είναι η δυσουρία ή συχνουρία (σε συνοδό ουρηθρίτιδα), η δυσπαρεύνια και, σε περί­πτωση προσβολής του ανώτερου γεννητικού συστήματος (φλεγμονώδη νόσο πυέλου ή ενδομητρίτιδα), το κοιλιακό άλγος και ο πυρετός (συχνά και σε πρωτογενή ερπητική λοίμωξη).

Στη φυσική εξέταση ο τράχηλος είναι εξέρυθρος, με ή χωρίς βλεννοπυώδη έκκρι­ση από τον ενδοτράχηλο ή στην επιφάνεια του τραχήλου. Έστω και ελαφρύς  τραυματισμός της  περιοχής από βαμβακοφόρο στυλεό προκαλεί αιμορραγία, λόγω ευθρυπτότητας της περιοχής. Μπορεί να παρατηρηθεί οιδηματώδες εκτρόπιο και άλγος κατά την ψηλάφηση ή κίνηση του τραχήλου (σε συνυπάρχουσα φλεγμονώδη νόσο πυέλου). Φυσαλιδώδεις βλάβες ή έλκη είναι χαρακτηριστικά ερπητικής λοίμωξης, ενώ στικτές αιμορραγίες (strawberry cervix) παραπέμπουν σε τριχομοναδική λοίμωξη. Τυχόν ανιούσα λοίμωξη μπορεί να οδηγήσει σε ενδομητρίτιδα, σαλπιγγίτιδα, σαλπιγγοωοθηκικό απόστημα ή περι-ηπατίτιδα.

Η διάγνωση είναι κλινική και βασίζεται στα δύο κύρια σημεία της βλεννοπυώδους τραχηλικής εκκρίσεως και της ευθρυπτότητας της περιοχής του ενδοτραχηλικού στο­μίου. Η χρώση κατά Gram αναδεικνύει πυοσφαίρια (ενδεικτικό στοιχείο βλεννοπυώδους  τραχηλίτιδας από χλαμύδια ή γονόκοκκο) ή αρνητικούς κατά Gram ενδοκυττάριους διπλόκοκκους  σε περίπτωση γονόρροιας. Φλεγμονώδεις βλάβες αναδεικνύο­νται και στο test Παπανικολάου, αλλά είναι μη ειδικές.

Η θυλακιώδης τραχηλίτιδα εί­ναι ενδεικτική, αλλά όχι παθογνωμονική για χλαμυδιακή λοίμωξη. Για τη μικροβιολογι­κή διάγνωση χρησιμοποιούνται ενδο- τραχηλικά ή κολπικά δείγματα ή δείγμα­τα από ούρα, με εξίσου καλά αποτελέ­σματα. Όλες οι ασθενείς πρέπει να ελέγχονται και να θεραπεύονται για την παρουσία βακτηριακής κολπώσεως και τριχομονάδων. Η άμεση μικροσκόπηση υγρού επιχρίσματος (wet prep) αναδει­κνύει Τ. Vaginalis με ευαισθησία περί­που 50%. Ως εκ τούτου, γυναίκες με τραχηλίτιδα και αρνητική μικροσκόπηση για τριχομονάδες θα πρέπει να ελέγχονται περαιτέρω με καλλιέργεια ή αντιγονική μέ­θοδο.

Μοριακές μέθοδοι όπως οι ΝΑΑΤ (Nucleic Acid Amplification Testing), χρησι­μοποιούνται για τη διάγνωση γονοκοκκικής ή χλαμυδιακής λοιμώξεως με πολύ καλή ευαισθησία και ειδικότητα. Η διάγνωση του Μ. genitalium απαιτεί ειδικό νοσηλευτικό κέντρο. Ανάλογα με την κλινική παρουσίαση, η ερπητική λοίμωξη επιβεβαιώνεται με ιική καλλιέργεια (ενεργές βλάβες στα γεννητικά όργανα), PCR (καλύτερη ευαισθησία), άμεσο ανοσοφθορισμό και ειδικό ορολογικό έλεγχο. Συνιστάται επίσης συμβουλευτι­κή παρέμβαση και έλεγχο$ για HIV λοίμωξη.

Η τραχηλίτιδα πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκεται από φυσιολογική λευκόρροια, κολπί­τιδα, παρουσία ξένου σώματος στον κόλπο, τραχηλική εκτοπία και βακτηριακή κόλπω­ση. Ο ιατρός πρέπει να αναγνωρίζει συνοδό φλεγμονώδη νόσο της  πυέλου ή περι- ηπατίτιδα. Επίσης , πρέπει να υποψιάζεται σεξουαλική κακοποίηση σε περιπτώσει γονοκοκκικής ή χλαμυδιακής τραχηλίτιδας σε παιδιά πριν την ήβη.

Η θεραπεία ποικίλλει ανά παθογόνο αίτιο. Εμπειρική κάλυψη μπορεί να επιλεγεί σε γυναίκες με δυσκολία στην παρακολούθηση, πρόσφατο ιστορικό χλαμυδιακής λοίμωξης ή γονόρροιας και σε ενδημικές περιοχές. Συνήθως. περιλαμβάνει ταυτόχρονη χλαμυδιακή (ιδιαιτέρως σε ηλικίες μικρότερες  των 25 ετών) και γονοκοκκική λοίμωξη. Η θεραπεία του συντρόφου εξαρτάται από τον διαγνωστικό έλεγχο. Γενικά, συνιστάται η αποχή από τη σεξουαλική δραστη­ριότητα μέχρι ολοκλήρωση της θεραπείας. Εάν αναγνωρισθούν περισσότερες της μιας λοιμώξεως, πρέπει όλες να θεραπεύονται. Εάν δεν αναγνωρισθεί παθογόνο, η θεραπευτική προσέγγιση είναι δυσκολότερη και χρειάζεται η γνώμη ειδικού.

Δεν συνιστάται επανέλεγχος για διαπίστωση εκριζώσεως χλαμυδιακής ή γονοκοκκικής λοιμώξεως. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις με εμμένουσα συμπτωματολογία ή μη συμμόρφωση ή εγκυμοσύνη και μετά τη χορήγηση εναλλακτικού σχήματος Θεραπείας. Ο έλεγχος πραγματοποιείται 3 εβδομάδες μετά τη θεραπεία. Επανέλεγχος σε ασθε­νείς υψηλού κινδύνου για επαναμόλυνση (όπως νεαρές σεξουαλικά ενεργές έφηβοι ή νεαρές ενήλικες) πραγματοποιείται εντός 4-6 μηνών μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας, και οπωσδήποτε εντός έτους.

 Τυχόν εμμένουσα τραχηλίτιδα παρά τη θεραπεία χρήζει γνώμης ειδικού, και μπορεί να απαιτηθεί και επεμβατική γυναικολογική πράξη (ηλεκτροκαυτηριασμός , Laser, shallow loop ablation), αφού αποκλεισθεί κακοήθεια.
Σε μη λοιμώδη αίτια, η απομάκρυνση του αιτιολογικού παράγοντα (ξένο σώμα ή άλλη ερεθιστική ουσία, όπως κολπικά υπόθετα, αποσμητικά) οδηγεί σε ίαση. Η θεραπεία δεν αλλάζει σε ασθενείς με (AIDS- HIV)  συλλοίμωξη, και ελαττώνει την πιθανότη­τα μετάδοσης HIV στο σύντροφο.

του Γιώργου Μονεμβασίτη, γυναικολόγου
http://medlabgr.blogspot.com/2012/11/blog-post_30.html


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μολυσματική τέρμινθος: Συμπτώματα, μετάδοση και θεραπεία

Η μολυσματική τέρμινθος είναι μία συχνή ιογενής πάθηση που προσβάλλει το δέρμα και ευκαιριακά τα μάτια. Μπορεί να επηρεάσει άτομα κάθε ηλικίας αλλά προσβάλλει κατά κύριο λόγο παιδιά, σεξουαλικά ενεργείς ενήλικες και αυτούς που για κάποιος λόγο δεν έχουν ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα. Η ηλικία που εμφανίζεται πιο συχνά στα παιδιά η πάθηση είναι μεταξύ ενός και 10 ετών. Δεν απαιτεί πάντα αντιμετώπιση. Ο ιός της μολυσματικής τερμίνθου ανήκει στην οικογένεια των poxvirus και ονομάζεται Molluscum Contagiosum Virus ( MCV ). Αποικεί μόνο τον άνθρωπο. Υπάρχουν 4 τύποι του ιού: MCV -1, MCV -2, MCV -3 και MCV -4. Ο πιο συχνός είναι ο ιός MCV -1 ενώ ο MCV -2 ανιχνεύεται πιο συχνά σε ενήλικες και είναι σεξουαλικά μεταδιδόμενος. Συμπτώματα Οι βλάβες της μολυσματικής τερμίνθου είναι μικρά σπυράκια, μεγέθους 1-10 χιλιοστών που μοιάζουν με ογκίδια, ελιές ή μαργαριτάρια. Πρόκειται για στρογγυλές, λευκές και γυαλιστερές βλατίδες (θολωτές) με ομφαλωτό κέντρο, που περιέχουν ένα

10 συμπτώματα του «Σιωπηλού Δολοφόνου» των ωοθηκών, που κάθε γυναίκα ΠΡΕΠΕΙ να γνωρίζει

Υπολογίζεται ότι στης ΗΠΑ περισσότερες από 550 γυναίκες πεθαίνουν κάθε χρόνο από καρκίνο στις ωοθήκες. Πιστεύεται πως οι κύριες αιτίες αυτής της μορφής καρκίνου περιλαμβάνουν: Την ηλικία Τη κληρονομικότητα Τη χρήση αντισυλληπτικών Αυτό όμως που είναι το πιο ανησυχητικό είναι ότι οι περισσότερες που μαθαίνουν πως έχουν αυτή τη μορφή καρκίνου, το μαθαίνουν στα τελευταία στάδια, όταν δεν υπάρχει πια ελπίδα. Γι’αυτό είναι πολύ σημαντικό να μην αγνοούμε τα σημάδια αυτού του σιωπηλού δολοφόνου, γιατί μία έγκαιρη διάγνωση θα σας σώσει τη ζωή. Τα 10 κυριότερα συμπτώματα είναι: 1. Συχνοί κοιλόπονοι 2. Πόνος στη λεκάνη και το στομάχι 3. Ασταθή έμμηνος ρύση Ο καρκίνος των ωοθηκών μπορεί να αναπτυχθεί και σε κορίτσια που δεν έχει αρχίσει ακόμα ο κύκλος του, ωστόσο είναι πολύ πιο συνηθισμένος σε γυναίκες άνω των 55. 4. Αίσθημα κόπωσης χωρίς προφανή λόγο 5. Παράξενο αίσθημα κορεσμού Το να νιώθεις φουσκωμένος όταν δεν έχεις φάει είναι ένα κοινό σύμπτωμα το

Εγκεφαλική μικροαγγειοπάθεια και κίνδυνοι - Η ικανότητα ισορροπίας στο ένα πόδι «δείκτης» εγκεφαλικής υγείας

Η εγκεφαλική μικροαγγειοπάθεια αποτελεί επικίνδυνο εχθρό για τη μέση ηλικία και πολύ περισσότερο όταν συνυπάρχουν παθήσεις όπως ο διαβήτης και η υπέρταση Προσβάλει κατά κύριο λόγο τα μικρά τριχοειδή αγγεία του μεσεγκεφάλου και προκαλεί χαρακτηριστικές διαταραχές στην ροή του αίματος.. Η τριάδα αυτών των διαταραχών αποτελείται από διαταραχές μνήμης και   προσοχής , δυσχέρεια βάδισης και ακράτεια. Σ’αυτήν την κεντρική συμπτωματολογία προστίθενται και άλλες δυσλειτουργίες. Η νόσος, η συχνότητα της οποίας αυξάνεται με την ηλικία, πιστεύεται ότι αποτελεί ένδειξη αυξημένου κινδύνου για μελλοντικό σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο, ενώ προγενέστερες μελέτες την έχουν επίσης συσχετίσει με απώλεια του συντονισμού των κινήσεων και νοητική διαταραχή. Έτσι, η έγκαιρη διάγνωση και η θεραπευτική αντιμετώπιση είναι αναγκαίες ώστε να αποφευχθεί η εξέλιξή της. Η πιθανή δυσκολία ενός ατόμου να ισορροπήσει στο ένα πόδι για τουλάχιστον 20 δευτερόλεπτα θα μπορούσε να είναι δείκτης ε