Λαρυγγοφαρυγγική
παλινδρόμηση (LPR-Laryngopharyngeal reflux) ονομάζουμε
την παλινδρόμηση περιεχόμενου του
στομάχου δια μέσου του οισοφάγου στην
περιοχή του λάρυγγα και του φάρυγγα.
Ο λαρυγγικός βλεννογόνος
δεν διαθέτει μηχανισμούς άμυνας απέναντι
στη δράση του όξινου pH και της πεψίνης
του γαστρικού υγρού με αποτέλεσμα την
πρόκληση χρόνιας φλεγμονής και αλλοίωσεων
στη περιοχή.
Τα κλασικά συμπτώματα
της λαρυγγοφαρυγγικής παλινδρόμησης
περιλαμβάνουν: αίσθημα κόμπου ή παρουσίας
ξένου σώματος στο λαιμό, βράγχος φωνής,
συνεχείς και μη αποτελεσματικές
προσπάθειες καθαρισμού του φάρυγγα και
πόνος περιγραφόμενος σαν κάψιμο στη
περιοχή του φάρυγγα. Η λαρυγγοφαρυγγική
παλινδρόμηση ευθύνεται συχνά για την
παρουσία χρόνιου βήχα, οπισθορρινικών
εκκρίσεων και νυχτερινών επεισόδιων
δύσπνοιας με αιφνίδια έναρξη.
Αν και σχετίζεται με
την γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση θα
πρέπει να διευκρινιστεί πως μόλις το
30-40% των ασθενών με λαρυγγοφαρυγγική
παλινδρόμηση παρουσιάζουν τα κλασικά
συμπτώματα της ΓΟΠ όπως όξινες ερυγές
(ρεψίματα) και πόνο στη περιοχή του
στομάχου.
Για τη διάγνωση της
νόσου απαιτείται αρχικά η καλή λήψη του
ιστορικού του ασθενούς. Για την
αντικειμενική αξιολόγηση των συμπτωμάτων
χρησιμοποιούμε την κλίμακα συμπτωμάτων
RSI (reflux symptom index) με την οποία ο ίδιος ο
ασθενής βαθμολογεί από 0 -5 μία σειρά
από συμπτώματα σύμφωνα με την βαρυτητά
τους κατά τη διάρκεια του τελευταίου
μήνα. Η μεγιστή βαθμολογία είναι το 45,
ενώ βαθμολογία άνω του 13 αποτελεί σοβαρή
ένδειξη ΛΦΠ.
Ο ενδοσκοπικός έλεγχος
του λάρυγγα είναι η μέθοδος εκλόγής για
τη διάγνωση της νόσου .
Πρόκειται για μια
γρήγορη, απλή και ανώδυνη εξέταση που
διενεργείται στο χώρο του ιατρείου με
τη χρήση άκαμπτου λαρυγγοσκοπίου ή
εύκαμπτου ρινοφαρυγγολαρυγγοσκοπίου.
Με τον τρόπο αυτό γίνεται λεπτομερής
έλεγχος και καταγραφή της παθολογίας
στην περιοχή του λάρυγγα-υποφάρυγγα.
Στα χαρακτηριστικά
ευρήματα της ΛΦΠ περιλάμβάνεται το
οίδημα στη μεσαρυταινοειδή περιοχή του
λάρυγγα, το οίδημα των φωνητικών χορδών
και η παρουσία υπερβολικής ποσότητας
βλέννης στις φωνητικές χορδές.
Για την αντιμετώπιση
της νόσου απαιτείται ο συνδυασμός
κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγης και
τροποποιήσης των διαιτητικών συνηθειών.
Η συντηρητική αγωγή περιλαμβάνει τη
χορήγηση γαστροπροστατευτικών φαρμάκων
(αναστολείς αντλίας πρωτονίων- PPI's) τα
οποία χορηγούνται αρχικά σε αυξημένη
δόση πρωι και βράδυ για διάστημα
τουλάχιστο δύο μηνών. Τα εν λόγω φάρμακα
θα πρέπει να λαμβάνονται με άδειο
στομάχι, 30 λεπτά πριν το πρωινό και
βραδινό γεύμα.
Πολύ μεγάλη ωστόσο
σημασία έχει και η άλλαγη στις διατροφικές
συνήθειες του πάσχοντος. Τροφές πλούσιες
σε λιπαρά όπως π.χ. τα κίτρινα τυριά, η
καφεΐνη, η σοκολάτα, το αλκοολ, τα αεριούχα
ποτά, οι ξηροί καρποί και οι ξινές τροφές
θα πρέπει να αποφέυγονται. Πολύ μεγάλη
γενικά σημασία θα πρέπει να δίνεται στη
λήψη συχνών, μικρών γευμάτων και στην
αποφυγή της κατάκλισης πριν περάσουν
τουλάχιστον τρεις ώρες από το τελευταίο
γεύμα. Τελος ιδιαίτερα φαίνεται πως
βοηθούν και μια σειρά από άλλα μέτρα
όπως η ανύψωση της κεφαλής του κρεβατιού
κατά 10 εκατοστά, η διακοπή του καπνίσματος,
η απώλεια περιττών κιλών, η αποφυγή
στενών ρούχων στη περιοχή της μέσης και
η κατάκλιση στην ΑΡ πλάγια θέση.
Οι πάσχοντες θα πρέπει
να γνωρίζουν πως τα συμπτώματα της
λαρυγγοφαρυγγικής παλινδρόμησης είναι
επίμονα και να οπλίζονται με υπομονή
αφού κλινική βελτίωση μπορεί να
παρουσιαστεί επειτα από δύο ή και τρεις
μήνες λήψης της θεραπείας. Βελτίωση της
εικόνας οδηγεί σε σταδιακή μείωση της
λαμβανόμενης δόσης των φαρμάκων μέχρι
την πλήρη διακοπή τους. Ωστόσο σε
περιπτωση επιμονων συμπτωμάτων απαιτείται
συνεργασία με γαστρεντερολόγο για
πιθανή διενεργεια οισοφαγο-γαστροσκόπησης.
ΥΓΕΙΑΣ ΔΡΟΜΟΙ
Αλκιβιάδης Χατζηδάκης, Χειρούργος ΩΡΛ
Σχόλια